[ῠ], ὁ,
A guardian of the country, APl.4.243 (Antist.), PRein.48 (ii A.D.), PLond.403.11 (iv A.D.).
ἀγροφύλαξ: [ῠ], ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς ἀγρούς, Ἀνθ. Πλαν. 243.
ακος (ὁ) :gardien des champs.Étymologie: ἀγρός, φύλαξ.