ἀποδιατρίβω
English (LSJ)
[ῑ],
A waste time, Aeschin.2.49; spend time, περὶ ὀρχηστάς D.C.54.17 (Pass.); ἐν πόλει Agath.1.19, cf. 3.16, 4.13. II c. acc. pers., detain, D.C.44.19; defer, τὰς χειροτονίας App.BC2.20: abs., delay, ib.13. III divert, τὰς χεῖρας ἀπὸ τῶν σφαγῶν D.C. 77.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδιατρίβω: [ῑ], κατατρίβω, καταναλίσκω, ἀπ’ τὸν χρόνον Αἰσχύλ. 34. 29· μετ’ αἰτ. προσώπ., Δίων Κ. 44. 19; ― Παθ., Δίων Κ. 54. 17.