πάμφορος
English (LSJ)
ον,
A all-bearing, all-productive, χώρη παμφορωτέρη Hdt. 7.8.ά, cf. Hp.Coac.502, Pl.Lg.704c, Thphr.HP3.2.6; γαῖα A.Pers.618; ἔτος Orph.Fr.251; παμφορώτατον κτῆμα ὃ καλεῖται φίλος X.Mem.2.4.7. II bearing all things with it, π. χέραδος a mixed mass of rubbish, Pi.P.6.13: metaph., π. θεωρήματα Pall.in Hp.2.114 D.
German (Pape)
[Seite 455] Alles tragend, alle Früchte hervorbringend, fruchtbar; γαῖα, Aesch. Pers. 611; χώρη, Her. 7, 8, 1; Plat. Critia. 110 e; χώραν παμφορωτάτην, Xen. Hell. 3, 2, 10, der auch den Freund παμφορώτατον κτῆμα nennt, Mem. 2, 4, 7; Sp., ἅμαξα, im eigtl. Sinne, Alles tragend, Theodorid. 18 (XI, 479); – χεράς, Geröll, mit dem Alles unter einander fortgerissen wird, Pind. P. 6, 13.
Greek (Liddell-Scott)
πάμφορος: -ον, ὁ τὰ πάντα φέρων, γονιμώτατος, Λατ. οmnium ferax, χώρῃ παμφορωτέρη Ἡρόδ. 7. 8, 1, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 704 C. γαῖα Αἰσχύλ. Πέρσ. 618. ὁ φίλος καλεῖται παμφορώτατον κτῆμα ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 7. II. ὁ τὰ πάντα φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ, παμφόρῳ χεράδι, «ἤτοι τῷ κοπρώδει φορητῷ» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 6. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit tout, fertile en productions de toute sorte ; bienfaisant, précieux;
Cp. παμφορώτερος.
Étymologie: πᾶν, φέρω.