ἐργαλεῖον
English (LSJ)
Ion. ἐργᾰλ-ήϊον, Cret. ϝεργαλεῖον Schwyzer 180, τό
A, (ἔργον) tool, instrument, Hdt.3.131, Th.6.44, Pl.Plt.281c, etc.
German (Pape)
[Seite 1019] τό, ion. ἐργαλήϊον, das Werkzeug; Her. 3, 131; ἐργαλεῖα ἑτοίμαζον εἰς τὸν ἐπιτειχισμόν Thuc. 7, 18; Plat. Polit. 281 c u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰλεῖον: Ἰων. -ήιον, τό, (ἔργον), ἐργαλεῖον, ὄργανον, Ἡρόδ. 3. 131. Θουκ. 6. 44, Πλάτ. Πολιτικ. 281C, κλ. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐργαλεῖον· ἐργαστήριον παρὰ Ταραντίνοις».
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
instrument de travail, outil.
Étymologie: ἔργον.