βυρσοπαγής
English (LSJ)
ές, (πήγνυμι)
A made of hides, ῥόπτρα Plu. Crass.23.
German (Pape)
[Seite 468] ές, von Leder gemacht, ῥόπτρα Plut. Crass. 23.
Greek (Liddell-Scott)
βυρσοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἐκ δερμάτων κατεσκευασμένος, Πλούτ. Κράσσ. 23.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
fait de peau, litt. où l’on a fixé de la peau (tambour).
Étymologie: βύρσα, πήγνυμι.