τό, Dim.,
A petty dignity, Arr.Epict.2.2.10.
ἀξιωμάτιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ ἀξίωμα, μικρὰ ἀξιοπρέπεια, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 2, 10.
ου (τό) :petite dignité.Étymologie: ἀξίωμα.