ἀρωματοφόρος
English (LSJ)
ον,
A spice-bearing, [γῆ] Str.1.2.32; Ἀραβία Dsc.1.13, cf. Plu.Alex.25, Luc.Macr.17. 2 Subst. -φόρος, ὁ, servant in charge of spices, J.AJ17.8.3.
German (Pape)
[Seite 368] Gewürzkräuter tragend, Strab.; Plut. Alex. 25; Luc. Macrob. 17; δένδρα Arist. plant. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρωματοφόρος: -ον, ὁ παράγων ἀρώματα, ἀρωματοφόρων δένδρων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Στράβ. 39, Πλουτ. Ἀλέξ. 25, Ἠθ. 179E.