f. ἀποθανοῦμαι, réc. ἀποθνῄξω, ao.2 ἀπέθανον, pf. ἀποτέθνηκα;mourir ; ὑπὸ λιμοῦ, νόσῳ THC de faim, de maladie ; ὑπό τινος de la main de qqn ; στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνῄσκειν PLUT mourir d’une mort de général.Étymologie: ἀπό, θνῄσκω.