ον,
A cherishing children, Nonn.D.5.378.
[Seite 441] Kinder pflegend, wartend, Nonn. D. 5, 378. 8, 183 u. a. Sp.
παιδοκόμος: -ον, ὁ ἐπιμελούμενος ἢ ἀνατρέφων παιδία, Νόνν. Δ. 5. 378, Κύριλλ.
ος, ον :qui prend soin des enfants.Étymologie: παῖς, κομέω.