ἀναμνηστός
English (LSJ)
όν,
A that which one can recollect, Pl.Men.87b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμνηστός: -όν, ὅν τις δύναται νὰ ἀναμνησθῇ, - τὸ ἀναμνηστόν, τὸ δυνάμενον νὰ ἔλθῃ ἢ τὸ ἐρχόμενον εἰς τὴν μνήμην, Πλάτ. Μένων 87B.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on peut se souvenir.
Étymologie: ἀναμιμνῄσκω.