αἰχμαλωτίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A captive, S.Aj.1228, E.Tr.28, LXX Ge.31.26. 2. Adj. fem. of αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας S.Aj. 71.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμᾰλωτίς: -ίδος, ἡ θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, Σοφ. Αἴ. 1228. Εὐρ. Τρῳ. 28. 2) ἐπίθ. θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας, Σοφ. Αἴ. 71.
French (Bailly abrégé)
ίδος
1 adj. f. de captive;
2 subst. ἡ αἰχμαλωτίς captive de guerre.
Étymologie: αἰχμάλωτος.