ἀνάρρυσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rescuing, Phot.Bibl.p.2 B. (prob.); αἰχμαλώτων Just.Nov.7.8, cf. 115.3.13: pl., ibid. 2 name of second day of festival Ἀπατούρια, Ar.Pax890, ubi v. Sch., cf. AB417.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάρρῠσις: -εως, ἡ, ἀπολύτρωσις, διάσωσις, Φωτ. 2) τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς τῶν Ἀπατουρίων, καθ’ ἣν ἐπετέλουν θυσίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 890, ἔνθα ἴδε Σχόλ., πρβλ., Α.Β. 417.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
« délivrance » ou « sacrifice », nom du 3ᵉ jour de la fête des Apaturies.
Étymologie: ἀναρρύω.