[ῡ],
A break into wailing, E.Hyps.Fr.1 iv 7, X.Cyr.5.1.6, Plu.2.123c.
ἀνοδύρομαι: ἀποθ., ὀδύρομαι, κλαίω ὀδυρόμενος, θρηνολογῶ, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 6, Πλούτ. 2. 123C.
déplorer à grands cris.Étymologie: ἀνά, ὀδύρομαι.