[φᾰ], ον,
A echoing to the wind, κόλποι Pi.P.9.5.
ἀνεμοσφάρᾰγος: -ον, ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς ἀνέμους, ἀνεμοσφαράγων ἐκ Παλίου κόλπων Πινδ. Π. 9.6. [σφᾰ].
ος, ον :qui résonne du bruit du vent.Étymologie: ἄνεμος, σφάραγος.