ἀντιδέχομαι

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A receive in return, A.Ch.916; ἀμοιβὰς κακάς Cat.Cod. Astr. 2.211; ἔδωκα κἀντεδεξάμην E.IA1222.

German (Pape)

[Seite 251] dagegen empfangen, Aesch. Ch. 903; Eur. I. A. 1222.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδέχομαι: ἀποθ., δέχομαί τι ἢ λαμβάνω ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ ἄλλου, ποῦ δῆθ’ ὁ τῖμος, ὅντιν’ ἀντεδεξάμην; Αἰσχύλ. Χο. 916· ἔδωκα κἀντεδεξάμην Εὐρ. Ι. Α. 1222.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεδεξάμην;
recevoir en échange.
Étymologie: ἀντί, δέχομαι.