ον,
A boldly attacking, A.Eu.553 (lyr.).
[Seite 262] (τόλμα), dagegen unternehmend, verwegen, Aesch. Eum. 523.
ἀντίτολμος: -ον, (τόλμα) ὁ εὐθαρσῶς ἐπιτιθέμενος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 553.
ος, ον :qui résiste hardiment.Étymologie: ἀντί, τολμάω.