ἀντεπεξέρχομαι
English (LSJ)
A = ἀντεπέξειμι, ib.131, Aristid.1.149J.
German (Pape)
[Seite 247] (s. ἔρχομαι), dass., Thuc. 4, 131.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπεξέρχομαι: ἀντεπέξειμι, Θουκ. 4. 131, Ἀριστείδ. 1 149.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 ἀντεπεξελθών;
c. ἀντεπέξειμι.