βασσαρίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A = βασσάρα 1, Hsch. s.v. ψυῖαι. II = βασσάρα 11.2, Anacr. 55, AP6.74 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 438] ίδος, ἡ, wie βασσάρα, Bacchantin, bei sp. D., Agath. 27 (VI, 74); Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βασσαρίς: -ίδος, ἡ, =βασσάρα ΙΙ.2, Ἀνακρ. 55.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
bacchante.
Étymologie: βασσάρα.