συνημοσύνη

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ἡ, in pl.,

   A agreements, covenants, Il.22.261.    II ties of friendship or relationship, A.R.1.300, 3.1105: sg., Thgn.284, as v.l. for φιλημοσύνῃ.

Greek (Liddell-Scott)

συνημοσύνη: ἡ, ἐν χρήσει ἐν τῷ πληθυντ. ὡς τὸ συνθῆκαι, συμφωνίαι, συνθῆκαι, ὑποσχέσεις ἐπίσημοι, μή μοι... συνημοσύνας ἀγόρευε, «μή μοι περὶ συνθηκῶν διαλέγου» (Σχόλ.), Ἰλ. Χ. 261· πρβλ. συνθεσία. ΙΙ. δεσμοὶ φιλίας ἢ συγγενείας, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1105· ἐν τῷ ἑνικῷ, Θεόγν. 284, μετὰ διαφ. γρ. φιλημοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 convention, engagement;
2 αἱ συνημοσύναι liens d’amitié.
Étymologie: συνήμων.