ἀποκαύλισις

Revision as of 19:48, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A breaking off by the stalk: snapping, πηδαλίων Luc.Merc.Cond.1.

German (Pape)

[Seite 306] ἡ, das Abbrechen des Stengels, das Durchbrechen, πηδαλίων Luc. de merc. cond. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαύλισις: -εως, ἡ, ἡ ἀποκοπὴ τοῦ καυλοῦ, τοῦ στελέχους, ἀποκοπὴ κατὰ τὸ μέσον, ἀπόσπασις, πηδαλίων Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 1.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de briser net comme à la tige.
Étymologie: ἀποκαυλίζω.