ἀπαρέμφατος
English (LSJ)
ον, (παρεμφαίνω)
A not determinative or indicative, c. gen., A.D.Synt.239.8, cf. Herm.in Phdr. p.124A., Ps.-Alex.Aphr.in.SE36.17. Adv. -τως Hsch. II ἡ ἀπαρέμφατος (sc. ἔγκλισις) the infinitive mood (cf. παρεμφατικός), D.H.Comp.5, A.D.Synt.226.20, Ps.-Alex.Aphr.in SE34.28; τὸ ἀ. S.E.P.1.204. Adv. -τως in the infinitive mood, ἀναγνῶναι take as an infinitive, A.D.Synt.76.16.
German (Pape)
[Seite 280] nicht deutlich bezeichnend, προσώπων, die Personen, Ammon.; ἡ ἀπαρ. bei Gramm. der Infinitiv, sc. ἔγκλισις. Vgl. Dion. Hal. C. V. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρέμφατος: -ον, (παρεμφαίνω) ὁ μὴ παρεμφαίνων ἢ ὁρίζων τι, μετὰ γεν., Γραμμ., ἴδε Schäf. ἐν Διον. Ἀλ. περὶ Συνθέσ. σ. 83. ΙΙ. ἡ ἀπαρέμφατος (δηλ. ἔγκλισις), modus infinitivus, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 5, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 226 κτλ. οὕτω καὶ οὐδετέρως, τὸ ἀπαρέμφατον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 204. ― Ἐπίρρ. -τως, κατ’ ἀπαρέμφατον (ἔγκλισιν), Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 78, πρβλ. παρέμφασις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne définit pas clairement ; t. de gramm. ἡ ἀπαρέμφατος (ἔγκλισις) le mode indéfini, càd l’infinitif.
Étymologie: ἀ, παρεμφαίνω.