παραμαρτάνω

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A err, trespass, εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ar.Fr.692a, cf. Plu.2.89e, Hierocl.p.58A.: c. dat., damage, στήλῃ Ath.Mitt.30.327 (Temenothyrae).

German (Pape)

[Seite 489] (s. ἁμαρτάνω), verfehlen, Plut. cap. ex host. ut. p. 278 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰμαρτάνω: σφάλλομαι, πλανῶμαι μεγάλως, εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 283, πρβλ. Πλούτ. 2.89Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμαρτών· ἀποτυχών».

French (Bailly abrégé)

f. παραμαρτήσομαι, etc.
manquer le but.
Étymologie: παρά, ἁμαρτάνω.