τό,
A = γάμος, A.Ch.624 (lyr.).
[Seite 472] τό, Ehe, Aesch. Ch. 616.
γαμήλευμα: τό, = γάμος, Αἰσχύλ. Χο. 624.
ατος (τό) :c. γάμος.Étymologie: γαμήλιος.