ἐγκατακλίνω
English (LSJ)
[ῑ],
A put to bed in a place, Ar.Pl. 621:—Pass., lie down in, σισύραν ἐγκατακλῐνῆναι μαλθακήν Id.Av. 122; ἐγκατακλιθῆναι εἰς τὸ ἱερόν Hyp.Eux.14.
German (Pape)
[Seite 705] darin niederlegen; Ar. Plut. 620. – Pass., ἐγκατακλιθῆναι, sich darin lagern; τινί, Ar. Av. 121; Plut. Gryll. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκατακλίνω: ῑ, κατακλίνω τινὰ ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστοφ. Πλ. 621: ― Παθ., κατακλίνομαι ἔν τινι τόπῳ, ὁ αὐτ. Ὄρν. 122· ἐγκατακλιθῆναι εἰς τὸ ἱερὸν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 27.
French (Bailly abrégé)
étendre ou coucher sur;
Moy. ἐγκατακλίνομαι se coucher dans ou sur, τινι.
Étymologie: ἐν, κατακλίνω.