ἐγχαράσσω
English (LSJ)
Att. ἐγχαράττω,
A engrave, τινί upon a thing, D.H.2.55; ἐς στάλλαν IG12(2).67 (Mytilene); εἰς τὸ ἱερόν GDI2322.16 (Delph.), cf. Plu.Per.21, etc.; κατά τινος Id.Them.9; insert in a document, CPR19.18 (iv A.D.): metaph., imitate, ἐ. τὸν Ἀντισθένειον τύπον Jul.Or.7.217a:—Pass., τὰ ἐγκεχαραγμένα ἀγαθά OGI666.17 (i A.D.); μεγάλως ἐγκεχαραγμένος with a great record, Charito 2.6; of coins, Luc.Alex.58; δραχμαὶ ἐγκεχαραγμέναι γράμμασιν Ἑλληνικοῖς ἐπίσημα Peripl.M.Rubr.47; of soldiers, to be entered on a muster-roll, Agath.5.15. II to make an incision into a thing, Gp.5.38.2; scarify, Antyll. ap. Orib.7.16.3.
German (Pape)
[Seite 712] eingraben, in Stein u. dgl.; εἴς τι, Plut. Pericl. 21 Rom. 21 Mar. 27; τινί, Alex. 4 D. Hal. 2, 55; κατά τινος, Plut. Them. 9; von einer Münze, νόμισμα ἐγκεχαραγμένον τῇ μὲν τοῦ Γλύκωνος, κατὰ θάτερα δὲ Ἀλεξάνδρου Luc. Alex. 58; μεγάλως ἐγκεχαραγμένος, hoch angeschrieben, Charit. 2, 6; einen Einschnitt machen in Etwas, Geopon.; schröpfen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: - ἐγχαράττω, ἐγκολάπτω, τινὶ Διον. Ἁλ. 2. 55· εἰς τὸ ἱερὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 1710Β, πρβλ. Πλουτ. Περικλ. 21, κτλ.· κατά τινος ὁ αὐτ. Θεμ. 9· - ποιῶ ἐντομήν, ἐντέμνω, Γεωπ. 5. 38, 2.
French (Bailly abrégé)
entailler ; graver ; τι qch ; εἴς τι, τινι, κατά τινος sur qch.
Étymologie: ἐν, χαράσσω.