κρυσταλλίζω
English (LSJ)
A to be clear as crystal, Apoc.21.11.
German (Pape)
[Seite 1516] hell, durchsichtig wie Krystall sein, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλίζω: εἶμαι καθαρὸς ὡς κρύσταλλος ἢ ὅμοιος κρυστάλλῳ, Ἀποκ. 21. 11.
French (Bailly abrégé)
être brillant ou transparent comme le cristal.
Étymologie: κρύσταλλος.