ον,
A easily diffused, ib.954d, Herm. ap. Stob.1.49.44.
εὐπερίχῠτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως περιχεόμενος, Πλούτ. 2. 954D.
ος, ον :qui se répand facilement autour.Étymologie: εὖ, περιχέω.