θέλημα
English (LSJ)
ατος, τό, (θέλω)
A will, Antipho Soph.58 (pl.), Aen.Tact. 18.19, LXX Es.1.8, al., Ev.Matt.7.21, POxy.924.8 (iv A.D.). II ἔστιν μοι θ. ἔν τινι pleasure in... LXX Ec.12.1, cf. 5.3:—also θελ-ήμη, ἡ, Theognost.Can.112.
German (Pape)
[Seite 1192] τό, der Wille, N. T, z. B. Matth. 7, 10 u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θέλημα: τό, (θέλω) θέλησις, Ἀριστ. Φυτ. 1. 1, 7, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 21, Ἐκκλ. ΙΙ. ἐστί μοι θ. ἔν τινι, εὐχαρίστησις ἔν τινι.., Ἑβδ. (Ἐκκλ. ε΄, 3, πρβλ. ιβ΄, 1).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
volonté, désir.
Étymologie: θέλω.