καινοπήμων

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A new to misery, δμωἴδες ib. 363 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1294] δμωΐδες, Neues, neuerdings duldend, Aesch. Spt. 345.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπήμων: -ον, ὁ ἄρτι δυστυχήσας, δμωίδες δὲ καινοπήμονες, «αἱ νεωστὶ πάσχουσαι καινὰ πήματα» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 363.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui éprouve une douleur nouvelle, inconnue.
Étymologie: καινός, πῆμα.