κολοιώδης
English (LSJ)
ες,
A daw-like, i.e. flocking together, Plu.2.93e.
German (Pape)
[Seite 1474] ες, dohlenartig, φιλία, nach Art der Dohlenschwärme, Plut. de amic. multitud. p. 289.
Greek (Liddell-Scott)
κολοιώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κολοιόν, δηλ. συναγελαζόμενος, Πλούτ. 2. 93C.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble à un geai ou à un choucas.
Étymologie: κολοιός, -ωδης.