προσαμείβομαι

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

Dor. ποτ-, Med.,

   A answer, τινα Theoc.1.100.

Greek (Liddell-Scott)

προσαμείβομαι: Δωρ. ποταμ-, μέσ., ἀποκρίνομαι, τινα Θεόκρ. 1. 100.

French (Bailly abrégé)

répondre.
Étymologie: πρός, ἀμείβομαι.