πωλομάχος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A won in the chariot-race (cf. πωλικός 1), νίκη AP15.50.
German (Pape)
[Seite 827] zu Roß oder zu Wagen kämpfend, νίκη, Ep. ad. (XV, 50).
Greek (Liddell-Scott)
πωλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀπὸ πώλου ἢ ἅρματος μαχόμενος, Νίκη Ἀνθ. Π. 15. 50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat d’un char attelé de jeunes chevaux ; LSJ qui combat à cheval.
Étymologie: πῶλος, μάχομαι.