κατεξανίσταμαι
English (LSJ)
aor. 2 Act. κατεξανέστην,
A rise up against, struggle against, τινος Ph.2.47, Plu.Alex.6; τῆς τύχης Eun. Hist.p.256 D.; τοῦ πάθους D.S.10.7; κατεξαναστῆναι τοῦ μέλλοντος to be on one's guard against... Plb.Fr.172; τοῦ πολέμου Plu.Demetr.22; παντὸς δεινοῦ D.S.17.21. 2 rise, -ιστάμενα [νέφη] Cat.Cod.Astr. 8(1).139.