φιλοτέχνημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A chef-d' ceuvre, Cic.Att.13.40.1, Aristid.Or.44(17).13, Hld.5.18, Chor.35.35 p.399.3 F.-R. II ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φ. the cunningly devised trap, D.S.3.37.
German (Pape)
[Seite 1287] τό, künstliche, sorgfältige Arbeit, Kunstwerk; Cic. Att. 13, 40; Liban. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοτέχνημα: τό, φιλοτέχνως κατεσκευασμένον τεχνούργημα, Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 40, 1· ἐκπηδῆσαι ἐκ τοῦ φιλ., ἐκ τῆς ἐντέχνως παρασκευασθείσης παγίδος, Διόδ. 3. 37.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
œuvre d’art.
Étymologie: φιλοτεχνέω.