ὁ,
A = ἅμιλλα, Doroth. ap. Phot.p.92 R. ἁμιλλοφόρος, Ar.Fr.42 D., perh. f.l. for -ότερος (cf. ἁμιλλότεροι· ὲπὶ πλέον ἐρί ζοντες, Hsch.); sed potius leg. ἀμαλλοφόρος.