μάννα
English (LSJ)
ἡ, μάννα λιβάνου frankincense
A powder or granules, Dsc.1.68.6; but μ. λιβανωτοῦ gum of λίβανος, Aen.Tact.35; μ. alone, of the powder, Hp.Art.36, Epid.2.2.18, Antyll. ap. Orib.7.21.8, Gal.12.722; = λιβάνου τὸ λεπτόν, AB108. II μάννα, τό, = Hebr. mān, manna, LXX Ex.16.35 (v.l. μάν), Nu.11.6, al., cf. J.AJ3.1.6.