ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ŏvilla,¹⁶ æ, f., viande de mouton : Prisc. Gramm. 2, 60.