expallui
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Latin > French (Gaffiot 2016)
expallŭī, parf. de expallesco,
1 intr., devenir très pâle : Pl. Curc. 211 ; Ov. M. 6, 602 ; Plin. Min. Ep. 1, 5, 13
2 tr., redouter : Hor. Ep. 1, 3, 10 ; Sil. 12, 146.