pollute
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Sully: P. and V. μιαίνειν, [[διαφθείρω |διαφθείρειν]], P. καταρρυπαίνειν, V. χραίνειν (also Plat. but rare P.), κηλιδοῦν, χρώζειν. Infect: P. ἀναπιμπλάναι. Pollute with: V. φύρειν (dat.) (Eur., Hec. 496). Polluted with: P. and V. συμπεφυρμένος (dat.) (Plat.), πεφυρμένος (dat.) (Xen.), V. ἀναπεφυρμένος (dat.).
Latin > French (Gaffiot 2016)
pollūtē [inus.], impudiquement, d’une manière infâme || pollutius P. Nol. 26, 177.