ναυβάτης
English (LSJ)
ου, ὁ, (βαίνω)
A seafarer, seaman, Hdt.1.143, A.Pers.1011 (lyr.), S.Ph.301, 540, Th.1.121, Rev.Bibl.14.290 (Megiste), etc. II as Adj., ν. στρατός A.Ag.987 (lyr.); ὁπλισμοί ib.405 (lyr.); ν. στόλος S.Ph.270; ν. λεώς E.IA294 (lyr.); ν. ἀνήρ collective for ναυβάται, A.Pers.375.