ναύφρακτος
English (LSJ)
Att. ναύφαρκτος Phot. (ναύφ[ . . . .]ος IG12.296.30), ον: (φράσσω):—
A shipfenced, Ἰάνων ν. Ἄρης, of the Greeks at Salamis, A.Pers.951 (lyr.); so ν. ὅμιλος ib.1029 (lyr.); στράτευμα E.IA1259; στρατός Ar.Eq.567; ναύφαρκτον βλέπειν to look like a ship of war, Id.Ach.95.