παλαίστρα
English (LSJ)
ἡ, (παλαίω)
A wrestling-school, δρόμον καὶ π. ποιησάμενος Hdt.6.126, cf. Hp.Art.4: in pl., E.El.528, Ar.Ra.729, etc.; εἰς παλαίστραν φοιτῆσαι Pl.Grg.456d; πέμπουσιν εἰς διδασκάλων μαθησομένους καὶ γράμματα καὶ μουσικὴν καὶ τὰ ἐν παλαίστρᾳ X.Lac.2.1. b Κερκυόνος π., of the spot where Cercyon slew his victims, B.17.26, Paus.1.39.3. II metaph., school, ἡ Ἀλεξάνδρου π. Plu.Demetr. 5; ἡ Σωκράτους π. Longin.4.4.