παραπέτασμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is spread before a thing, hanging, curtain, παραπετάσματα ποικίλα Hdt.9.82 ; π. Μηδικά Ar.Ra.938 ; τὸ π. τὸ Κύπριον Id.Fr.611 ; π. λιτόν IG12.330.6 : metaph., screen, cover, ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο Pl.Prt.316e, cf. D.45.19 ; τὰ χρήματα . . π. τοῦ βίου Alex.340 ( = Antiph.327) ; εἶχεν δὲ π. τὴν ἐρημίαν Men.406.4. II pl., mantlets, Agath.3.7.