παραπίπτω
English (LSJ)
A fall beside, ἐγγὺς τῶν τειχῶν -πεπτωκός Plu.Lys.29 ; come side to side, Arist. GA718a1, al. 2 Math., as Pass. of παραβάλλω, to be applied, Archim.Con.Sph.2. II fall in one's way, κατὰ τύχην παραπεσοῦσα νηῦς Hdt.8.87, cf. Lys.27.15 ; ἀκοντίσαι ὅπου ἂν παραπίπτῃ [θηρίον] X.Cyr.1.2.10 ; ἀγοράσαι . . χιτωνάριον, μάλιστα μὲν ἐὰν παραπίπτῃ χειριδωτόν PCair.Zen.469.5 (iii B. C.) ; π. κατὰ βοήθειαν come in time to aid, Plb.31.5.2, etc.; ὁπότε καιρὸς παραπέσοι as opportunity offered, X.Eq.Mag.7.4, cf. Th.4.23 ; οὐ δεῖ τοιοῦτον παραπεπτωκότα καιρὸν ἀφεῖναι D.1.8 ; εἴ ποθεν ἄελπτος παραπέσοι σωτηρία E.Or.1173 ; ὁ -πίπτων παρὰ τῶν πολλῶν ἔπαινος Epicur.Sent.Vat. 29 ; ὁ παραπεσών the first that comes, ἡ παραπίπτουσα ἀεὶ [ἡδονή] Pl.R.561b ; ὁ παραπεπτωκὼς λόγος that happened to arise, Id.Lg.832b, cf.Phlb.14c ; πᾶν τὸ παραπῖπτον or παραπεσόν all that befalls, Plb.3.51.5, 11.4.5 ; κατὰ τὸ -πῖπτον incidentally, Phld.Mort.37. 2 c. dat., befall, θαυμαστὸν κτῆμα παραπεσεῖν τοῖς Ἕλλησι fell to their lot, Pl.Lg.686d ; π. τῇ πόλει νομοθέτης comes to its aid, ib.709c : in bad sense, ἀσθένειά τινι παραπεπτωκυῖα Phld.Lib.p.49O.; παραπέπτωκε τῇ πόλει ὥστε ἀνακτᾶσθαι X.Vect.5.8. III fall, rush in, εἰς τὸ Σαμικόν Plb.4.80.9, etc. IV go astray, err, X.HG1.6.4 ; τοῖς ὅλοις πράγμασιν ἀγνοεῖν καὶ π. Plb.18.36.6 ; π. τῇ διανοίᾳ Vett. Val.73.25. b to be mislaid or lost, of a document, Ostr.Bodl. i62(ii B.C.), POxy.95.34(ii A.D.), etc. ; σανδάλιον παραπεσόν Luc.Philops.27. 2 fall aside or away from, c. gen., τῆς ὁδοῦ Plb.3.54.5 ; τῆς ἀληθείας Id.12.12.2 ; τοῦ καθήκοντος Id.8.11.8 ; τῆς ἱστορίας Str.1.1.7 : abs., fall away, Ep.Hebr. 6.6. V fall down before, cringe, flatter, παραπεπτωκώς D.45.84. VI Astrol., to be unfavourably situated, Vett.Val.5.5, 27.18.