παραρτάω
English (LSJ)
A hang alongside, to, or upon, Ael.NA1.2 ; ξιφίδιον ἐκ τῆς ὀροφῆς Plu.2.844e :—Pass., μάχαιρα παρήρτητο Id.Ant.4 ; παρηρτῆσθαι μάχαιραν to have it hung by one's side, Ael.NA5.3 ; ξίφος παρηρτημένοι γυμνοῦ σώματος Hdn.3.14.8 ; π. πήραν Luc.Peregr.15 ; τὰ παρηρτημένα parts appended, Artemo 12.