παρείρω
English (LSJ)
(εἴρω A)
A thread in, insert, παρείρας πλεκτάνην A.Fr. 281.3 ; οὐδ' ἂν τρίχα, μὴ ὅτι λόγον π. X.Smp.6.2 ; τὴν χεῖρα Plb. 18.18.13 ; νόμους παρείρων is corrupt in S.Ant.368 (lyr.).
(εἴρω A)
A thread in, insert, παρείρας πλεκτάνην A.Fr. 281.3 ; οὐδ' ἂν τρίχα, μὴ ὅτι λόγον π. X.Smp.6.2 ; τὴν χεῖρα Plb. 18.18.13 ; νόμους παρείρων is corrupt in S.Ant.368 (lyr.).