γρηΰς, Ion. and Ep. for γραῦς.
[Seite 506] ἡ, ion. = γραῦς.
γρηῦς: γρηῡς, Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀντὶ γραῦς.
dat. γρηί, voc. γρηῦ and γρῆυ: old woman.