τέρετρον
English (LSJ)
τό, (τετραίνω)
A borer, gimlet, Od.5.246, 23.198, IG12.313.127, LXX Is.44.12, AP6.103 (Phil.), Plu.2.997d; trepan, Aret.CD1.4.
German (Pape)
[Seite 1093] τό, der Bohrer; Od. 5, 246. 23, 198; sp. D., wie Philp. 15 (VI, 103); ὠκήεντα, Leon. Tar. 4 (VI, 205).
Greek (Liddell-Scott)
τέρετρον: τό, (τείρω) πᾶν τὸ διατρῆσαι δυνάμενον, τρύπανον, κοινῶς «τρυπάνι», Λατ. terebra, Ὀδ. Ε. 246, Ψ. 198, Ἀνθολ. Π. 6. 103, Πλούτ. 2. 997D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tarière, instrument pour percer.
Étymologie: τείρω.