Ep. for καταρρέζουσα, Il.5.424.
καρρέζουσα: Ἐπικ. ἀντὶ καταρρέζουσα, Ἰλ. Ε. 424· ἴδε καταρρέζω.
part. prés. fém. épq. de καταρρέζω.
see καταρρέζω.