καταθνητός
English (LSJ)
ή, όν,
A mortal, Il.5.402, h.Ap.464, etc.: fem., h.Ven. 39, 50.
German (Pape)
[Seite 1349] = simplex, sterblich; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτέτυκτο Il. 5, 402; καταθνητοὶ ἄνθρωποι; das fem., καταθνητῇσι γυναιξίν, H. h. Ven. 39. 50; den falschen Accent κατάθνητος, Il. 5, 901, den Wolf u. Spitzner stehen ließen, hat Bekker berichtigt.
Greek (Liddell-Scott)
καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, Ἰλ. Ε. 402, κτλ.· τὸ θηλ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 39, 50.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mortel, périssable.
Étymologie: καταθνῄσκω.